- Σαλαμινιας
- ΣαλαμινιάςΣᾰλᾰμῑνιάς-άδος (ᾰδ) adj. f саламинская
(ἀκταί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκταί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σαλαμινιάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) θηλ. τού σαλαμίνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλαμίνιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ποτνι άς)] … Dictionary of Greek
Σαλαμινίας — Σαλαμινίᾱς , Σαλαμίνιος Salaminian fem acc pl Σαλαμινίᾱς , Σαλαμίνιος Salaminian fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμινιάσι — Σαλαμινιάς Salaminian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)